ὑποτάσσεται

ὑποτάσσεται
ὑποτάσσω
place
pres ind mp 3rd sg
ὑποτάσσω
place
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Τῷ ἀργυίω ὑποτάσσεται πάντα. — См. Сила и слава богатству послушны …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • σουδανικές γλώσσες — Ομάδα αφρικανικών γλωσσών που τις μιλούν πενήντα περίπου εκατομμύρια άνθρωποι. Ο χώρος που καλύπτουν οι γλώσσες αυτές ορίζεται προς τα Β και προς τα Α από τις χαμιτο σημιτικές γλώσσες και προς τα Ν από τις γλώσσες της ομάδας μπαν τού. Σε αντίθεση …   Dictionary of Greek

  • Claremont Profile Method — was elaborated by Ernst Cadman Colwell and his students. Professor Frederik Wisse attempted to establish an accurate and rapid procedure for the classification of the manuscript evidence of any ancient text with large manuscript attestation, and… …   Wikipedia

  • сила и слава — богатству послушны — Ср. Все мое, сказало злато Все мое, сказал булат. Все куплю, сказало злато. А.С. Пушкин. Золото и булат. Ср. В деньгах великое дело! В деньгах и сила и власть. Н. Пушкарев. Ср. Und es herrscht der Erde Gott, das Geld. Schiller. An die Freude. 3.… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Сила и слава — богатству послушны — Сила и слава богатству послушны. Ср. Все мое, сказало злато Все мое, сказалъ булатъ. Все куплю, сказало злато. А. С. Пушкинъ. Золото и булатъ. Ср. Въ деньгахъ великое дѣло! Въ деньгахъ и сила и власть. Н. Пушкаревъ. Ср. Und es herrscht der Erde… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • покарѧѥмъ — (4*) прич. страд. наст. 1.Подчиняемый: оны˫а же кленѧше. они же мужье еже паднути ѹже бѣахѹ. ѡво неволею. ово же волею. ѿ злаго по малу прiнужаеми кꙊпно и покарѧеми. (πειϑόμενοι) ПНЧ к. XIV, 120г; начати же сдѣ о дс҃ѣ ст҃ѣмь… есть и буде(т). съ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Αφθαρτοδοκητισμός — Θρησκευτική αίρεση σύμφωνα με την οποία το σώμα του Χριστού, ήδη από τη σύλληψή του και τη γέννησή του είναι άφθαρτο. Έτσι, μόνο κατ’ οικονομίαν και κατά χάριν υποτάσσεται στα λεγόμενα αδιάβλητα πάθη, δηλαδή στην πείνα, τη δίψα, την κούραση κλπ.… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • άναρκτος — ἄναρκτος, ον (Α) [άρχω] αυτός που δεν υποτάσσεται ή δεν έχει υποταχθεί σε άλλον, που δεν εξουσιάζεται ή δεν ανέχεται να εξουσιάζεται από άλλον …   Dictionary of Greek

  • αδογμάτιστος — η, ο [δογματίζω] 1. αυτός που δεν διατυπώθηκε ως δόγμα, ως αξίωμα 2. που δεν υποτάσσεται σε δογματικές, ιδεολογικές, φιλοσοφικές ή θρησκευτικές αρχές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”